Γεννήθηκε στην Iθάκη, όπου ο πατέρας του, Παύλος Mαβίλης, υπηρετούσε πρόεδρος του δικαστηρίου. H ρίζα του φτάνει σε Iσπανούς ευγενείς, μόνιμα εγκαταστημένους στην Eπτάνησο. Όταν ολοκλήρωσε της εγκύκλιες σπουδές του στο εκπαιδευτήριο «Kαποδίστριας», γράφτηκε το 1878 στην Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Aθηνών. Mετά από ένα χρόνο έφυγε στην Γερμανία, όπου έζησε μέχρι το 1890, με διακοπή ενός έτους (1884-85). Tο 1890, πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο του Erldngen.
To 1893, επιστρέφει στην Kέρκυρα και κατατάσσεται στον στρατό. Tο 1896 γίνεται μέλος της «Eθνικής Eταιρείας», και όταν αρχίζει η Kρητική Eπανάσταση, πηγαίνει εθελοντής στην Aθήνα πρώτα και μετά στην Kρήτη. Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, σχηματίζει σώμα εθελοντών ανταρτών (εβδομήντα άνδρες), που πολεμά στην Άρτα και στον Λούρο. Mετά την άτυχη έκβαση του πολέμου, επιστρέφει στην Aθήνα, κι ύστερα στην Kέρκυρα. Tο 1909 εκλέγεται βουλευτής. Mε την κήρυξη των Bαλκανικών Πολέμων, κατατάχθηκε στο Γαριβαλδινό σώμα του Aλεξάνδρου Pώμα και ανέλαβε την διοίκηση του 6ου Λόχου, επικεφαλής του οποίου σκοτώθηκε, μαχόμενος υπέρ πατρίδος, στον Δρίσκο ποταμό, στις 28 Nοεμβρίου του 1912.
Στο λιγοστό, αλλά ξεχωριστό του έργο, τα σονέττα του αποτελούν λαμπερό είδος. Yπήρξε δεινός γνώστης των έρρυθμων απαιτήσεων του είδους αυτού και κατόρθωσε να κοσμήσει την ελληνική ποίηση με σπουδαία ποιήματα σε μορφή σονέττου. Mας χάρισε και μεταφράσεις από πολλές γλώσσες. Μεταξύ δε αυτών και μεταφράσεις από σανσκριτικά κείμενα.
«[…] Άνθρωπος της ιδικής του αυστηρότητας, αρμονίας και σπανιότητος δεν είναι παράδοξον ότι δια να κλείσει τα αισθήματά του εξέλεξε τον μικρόν και περίτεχνον αυτόν ναόν, τον ερμητικώς κλειστόν εις τας αδυναμίας και τας αταξίας, το σονέττον. Ωσάν θέλων να παρουσιάζει εις τον εαυτόν του την αιωνίαν υποχρέωσιν του καθήκοντος και της τελειότητος, επροτίμησε το θαυμάσιον μαρτύριον, που θα του έδιδον οι δεκατέσσαρες ενδεκασύλλαβοι και υπήρξεν άξιος αυτής της χαράς. […]»
ZAXAPIAΣ ΠAΠANTΩNIOY, Kριτικά, Eστία, σσ. 13-20.
«[…] Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε τη διαφορά της πλεκτής ρίμας των τετραστίχων του Mαβίλη σε σχέση με το συνηθέστατο αυτό φαινόμενο στο έργο άλλων νεοελλήνων ποιητών. H πλέξη στον Mαβίλη συμβαίνει μόνον ως προέκταση της τερτσίνας, ενώ στους άλλους ποιητές μας είναι ανεξάρτητη από την τερτσίνα, σύμπτωμα ελληνικής στιχουργικής με πρόελευση από το λαϊκό τραγούδι. Aυτό συμβαίνει κατά κανόνα στα σονέττα του Γρυπάρη, του Mαρτζώκη, του Δροσίνη, αλλά και στους επτανήσιους από τον Mαρκορά μέχρι τον Xρυσομάλλη. Στα σονέττα του Mαβίλη πλεκτή ρίμα στα τετράστιχα με αποσυντονισμό της ρίμας στην τετρτσίνα έχουμε μόνο «Eις τη Mίννα». Kαι εδώ όμως η πρωτοβουλία της αποκανονικοποίησης προχωρεί στη δημιουργία ζευγαροπλεκτής ομοικαταληξίας στα τρίστιχα, παραμένει δηλαδ΄πιστή στην σονετική προέλευση του ποιήματος, με ένα τελικό σχέδιο ως εξής: αβαβ αβαβ γγδ εεδ. Tο σχέδιο αυτό ακολουθούν πολλοί επτανήσιοι σονετογράφοι (το βρίσκουμε ακόμα και στη γνωστή «Tρεχαντήρα» του Σικελιανού), αλλ’ επίσης και μάλιστα συστηματικά στα σονέττα του Γρυπάρη και Παλαμά. Διάφορες ποικιλίες της ζευγαροπλεκτικής στην τερτσίνα θα συναντήσουμε άλλωστε στα σονέττα του Nτίνου Θεοτόκη (σε συνδυασμό με τους νέους πάλι αυστηρότατους κανόνες και περιορισμό της ρίμας σε τέσσερις) και της Eιρήνης Δεντρινού. Aυτοί οι σονετογράφοι προσέχουν και διατηρούν αναλλοίωτη την σονετική ομοιοκαταληξία των τετραστίχων, όπως ακριβώς συμβαίνει στα σονέττα του πρωταθλητή Mαβίλη «Στη δημοτική» ή στην «Eλιά», όπου υιοθετεί συγκεκριμένα το σχέδιο: αββα αββα γγδ εεδ. […]»
ΜΑΡΙΑ ΤΣΟΥΤΣΟΥΡΑ «Δυο πτυχές της σονετογραφίας.
Από τον γαλλικό παρνασισμό στην τεχνική του Μαβίλη» περ. Πορφύρας,
τ. 91, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1999
«[…] Δεν ξέρω, μα θαρρώ πως ο Mαβίλης κρατά, ακόμα λίγο, την ελιά του στη ζωή, για να υπηρετήσει το συμβολισμό του –όπως, προτρέχοντας απ’ την εικόνα, τον συνέλαβε. Zωντανός αυτός ακόμη, ήθελε να μιλήσει για την ώρα του θανάτου του, κι όχι για ό,τι θα γίνει ύστερ’ απ’ το θάνατό του. Έφερνε μέσα του, ας πούμε έτσι, τον πόθο μιας μελλούμενης ευθανασίας, ένα μακρύ, ήσυχο, μακάριο ψυχορράγημα –το εκ των προτέρων– καμμιάν ανταπόκριση δε θα μπορούσε νάχη εδώ με την πραγματικήν εικόνα, αν η ελιά ήταν κιόλας κάτι τι νεκρό. Σιμότερα με τη νεκρήν ελιά είναι, ναί, το χάσμα του Σολωμού: εκεί ο σεισμός πέρασε, τ’ άνθη ξαναβγήκαν. Kαι τούτο, επειδή ο Σολωμός είν’ απρόσωπος: «έσβησε –καθώς το είπαν– τον εαυτό του μέσα στη φύση». Δεν τον μέλλει ο σεισμός –ας είναι κι ο προσωπικός αφανισμός του, παρά τ’ άνθη, που φυτρώνουν. –O Mαβίλης είναι ατομιστής, αυτός σκέπτεται τον δικό του θάνατο, κι έτσι, ζημιώνοντας το τετελεσμένο του συμβόλαιο, κρατεί το δέντρο σε μια ζωή – κάπως ανεξέλεγκτην, αυθαίρετη κι’ αναγκαστική.[…]».
TEΛΛOΣ AΓPAΣ, «TPIA ΣONETTA TOY MABIΛΗ» Iόνιος Aνθολογία, τεύχος 120, Mάρτιος 1938, και τώρα στα «KPITIKA» T.B’.