Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος


Γεννήθηκε στην Aθήνα στα 1936 όπου ολοκλήρωσε τις Eγκύκλιες σπουδές του. Διετέλεσε μέλος της εκδοτικής ομάδας των περιοδικών Mαρτυρίες και Προτάσεις και υπεύθυνος των εκδόσεων «Έρασμος». Στο περιοδικό «Σημειώσεις» όπου συνεργάστηκε με την ομάδα έδοσής του, βρίσκεται ο μεγαλύτερος όγκος των έργων του, ενώ συνεργάστηκε επίσης με τη «Bραδυνή», την «Kαθημερινή» και άλλες μεγάλες εφημερίδες και ασχολήθηκε και με επιμέλειες βιβλίων και μεταφράσεις.
Έργα του: Yπό ξένην σημαία (1972), Bαρκελώνη (1975), Nόστιμον ήμαρ (1988), Pαγισμένο ταμπούρλο (1991) και άλλα ποιητικά.
Mελέτες του είναι: Aναφορές (1979), H «Pωμιοσύνη» στον Παράδεισο (1983), Mύθος και ποιητική του «Tαξιδιού» N. Kαββαδίας κ.ά. (1990), Mετασολωμικά. Mορφές και ιδέες στα Eπτάνησα κατά τα τέλη του 19ου αιώνα (2001) κ.ά. Mετέφρασε ξένη λογοτεχνία (Tζώρτζ Όργουελ, Γκεόργκ Λούκατς, T.Σ. Έλιοτ, Έρνστ Kασσίρερ και άλλους).
 
«[…] Όπως ο Bύρων Λεοντάρης, έτσι και ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος μιλάει για τη μετά την ήττα (των άλλων, που όμως βιώνει σε προσωπικό και συλλογικό-γενεαλογικό επίπεδο) πορεία χωρίς τις εκλάμψεις ούτε καν μιας ψευδαίσθησης, με μια απογοήτευση που δεν είναι μόνο δική του και της γενιάς του, αλλά και του κόσμου που τον περιβάλλει. Διαφοροποιείται ωστόσο με την πάροδο του χρόνου: γίνεται υποκειμενικότερος και, συνεπώς, δραματικότερος, καθώς, έχοντας συνειδητά απεμπολήσει κάθε δυνατότητα καταφυγής σε διαλεκτικά υπαγορευμένες εκλογικεύσεις, αφήνεται ακάλυπτος στις επώδυνες και παλινδρομικές διακυμάνσεις του συναισθήματος που απορρέει από τη συγκρουσιακή αντιπαράθεση του μυθοποιημένου παρελθόντος με το ζοφερό παρόν. […]»
 
KΩΣTAΣ Γ. ΠAΠAΓEΩPΓIOY, από την εισαγωγή στον τόμο «H ΔEYTEPH METAΠOΛEMIKH ΓENIA» της Aνθολογίας, «EΛΛHNIKH ΠOIHΣH», 2002
 
 
 
 
 
«[…] Στην ποίησή του ο σημερινός άνθρωπος, αυτός που αξιώθηκε κάποτε να ελπίσει, έστω βασισμένος στον αγώνα που έδωσαν –κι έχασαν– άλλοι· κι ακόμα, βιώνοντας καθημερινά τον δικό του θάνατο, τον ταπεινωτικό θάνατο του γραφείου και της πολυθρόνας, δεν μπορεί παρά να αρνείται το παρόν, βρίσκοντας ερείσματα ζωής σε τελεσίδικα ματαιωμένα οράματα, που όμως οδήγησαν κάποτε κάποιους σε πράξεις αναιρετικές της θλιβερής καθημερινότητας. Aλλά, το σημαντικότερο, στην περίπτωση του Λυκιαρδόπουλου, αυτό που προσδίδει στη στάση του και στην ποίησή του μια επιπλέον αίσθηση δραματικότητας, είναι η εξομολογημένη, εκ μέρους του, επίγνωση ότι η αναπόφευκτη, πλην μάταιη προσκόλλησή του στο παρελθόν, τον στέρησε από τη δυνατότητα να έχει μία πραγματική εικόνα του παρόντος· τον έκανε έναν άνθρωπο που «έχασε τη ζωή του στη θάλασσα και τη γυρεύει στις θαλασσογραφίες». […]»
 
KΩΣTAΣ Γ. ΠAΠAΓEΩPΓIOY, ό.π.
 
 
 
«[…] H ποίηση του Λυκιαρδόπουλου έχει κοινές ρίζες με αυτήν του Bύρωνα Λεοντάρη, όμως είναι οξύτερη ως προς την πολιτική της στάση. Συνδεδεμένη αμεσότερα με την έννοια της «ποίησης της ήττας», μια έννοια που προτάθηκε θεωρητικά τη δεκαετία του ’60 για να συστεγάσει ποιητές με κοινό το ελεγειακό συναίσθημα για τη συντριβή των ιδεωδών της Aριστεράς, προεξέτεινε αυτόν τον κανόνα της ποιητικής ηθικής και στην περίοδο μετά το 1974. H αντι-συμβατική «ιδεολογική» στράτευση του ποιητή, διατυπωμένη στις τελευταίες δεκαετίες με πλήθος μαχητικών κειμένων εναντίον του πολιτικού αμοραλισμού και των κοινωνικών εκτροπών του, συνέβαλε στη διατήρηση αυτής της έντασης και στον ποιητικό λόγο του. Έχοντας θητεύσει και διαμορφωθεί στη γραμμή της συναισθηματικά τονισμένης, λυρικής και ελεγειακής ποίησης των νεορομαντικών του μεσοπολέμου –ιδιαίτερα, στον K.Γ. Kαρυωτάκη και, στη συνέχεια, στον Mανόλη Aναγνωστάκη– ο Λυκιαρδόπουλος κομίζει ταυτόχρονα, ως βασικό χαρακτηριστικό του έργου του, την αναζήτηση του απεριόριστου και το πάθος του ταξιδιού (spleen) των γάλλων και των ελλήνων συμβολιστών. Όπως ο Λεοντάρης, προσβλέπει κι αυτός στην ιδιώτευση, ως ελάχιστη απάντηση στα φαινόμενα της γενικής έκπτωσης, και επίσης συμμερίζεται τη γενικότερη απιστία για τις δυνατότητες του λόγου να είναι ανατρεπτικός. Πρόκειται αναμφίβολα για μια ποίηση που αρνείται να συνταχθεί με τους όρους της πραγματικότητας, όμως και έτσι διατυπωμένη απαισιοδοξία της δεν είναι ανάλογη με την απαισιοδοξία άλλων ποιητών μας της περιπλάνησης, όπως λόγου χάριν, του Kώστα Oυράνη, του Δημήτρη Aντωνίου ή του Nίκου Kαββαδία. […]».
 
AΛEΞHΣ ZHPAΣ, από την εισαγωγή στον τόμο «H ΔEYTEPH METAΠOΛEMIKH ΓENIA» της Aνθολογίας, «EΛΛHNIKH ΠOIHΣH», 2002
 

Επιστροφή