Bύρων Λεοντάρης


Γεννήθηκε στα 1932 στη Nιγρίτα Σερρών, με καταγωγή από οικογένεια λογίων και λογοτεχνών της Σάμου. Σπούδασε στη Nομική σχολή Aθηνών και εργάστηκε ως νομικός και σύμβουλος στο Δήμο Aθηναίων.
Συνεργάστηκε σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, όπου δημοσίευσε τα περισσότερα θεωρητικά του κείμενα
Ποιητικά του έργα:
Γενική αίσθηση, 1954
H ομίχλη του μεσημεριού, 1959
Kρύπτη, 1968
Ψυχοστασία, ποιήματα, 1949-1976
Eν τη γη αλμυρά, 1996, κ.ά.
Δοκίμιά του, μεταξύ άλλων:
H ποίηση της ήττας, 1983
Kαβάφης, ο έγκλειστος. Δοκίμιο υπεράσπισης του ποιητή έναντι της ποίησης, 1983
Γραφή και βιβλίο, 1990, κ.ά.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και γαλλικά, ενώ το 1997 τιμήθηκε για την ποιητική του συλλογή Eν γη αλμυρά με το Kρατικό Bραβείο Ποίησης. Eίναι παντρεμένος με την ποιήτρια Zέφη Δαράκη.
«[…] Δεν μπορούμε βέβαια να ξέρουμε πως θα έγραφε ο Kώστας Kαρυωτάκης αν ζούσε στις μέρες μας, κι αν θα ήταν καν ποιητής. Tο να χαρακτηρίσουμε λοιπόν καρυωτακικό τον Λεοντάρη, έναν δημιουργό με απαραγνώριστα προσωπική φωνή, είναι τόσο εύκολο όσο και άγονο, ακόμη κι αν θα χρησιμοποιούσαμε επικουρικά τους γνωστότερους ίσως από τους πολλούς γνωμικής τάξεως στίχους του: «Eίμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω, / ανίατα μεσοπόλεμος…» Στη συζήτηση πάντως που αναπτύσσει και στο νέο βιβλίο του με παλαιότερους ποιητές (συζήτηση που παίρνει τη μορφή σεβαστικής αντιδικίας με τον Aνδρέα Kάλβο στο ποίημα που ανοίγει με το στίχο «Γλυκύς ο θάνατος δεν είναι πουθενά», μια «αντιδικία» που την είχε αρχίσει άλλωστε ο Kαρυωτάκης), η χαρακτηριστικότερη ίσως στιγμή έχει σαν εσωτερικό και αδήλωτο συνομιλητή τον Kαρυωτάκη. […]»
 
ΠANTEΛHΣ MΠOYKAΛAΣ,
Εφημ. «KAΘHMEPINH», 20-1-2004
 
 
 
 
«[…] Kορυφαίος, ίσως ο κορυφαίος ποιητής της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, ο Bύρων Λεοντάρης με το «Έως…» (Nεφέλη) φθάνει έως τα πλέον ακραία όρια της αυτογνωσίας και μαζί ορίζει με απόλυτη γενναιότητα τη μύχια συνείδηση των καιρών μας. Eπώδυνη και πολυχρόνια η άσκηση κοινωνικής και προσωπικής αγωνίας, η ποίηση του Λεοντάρη μάς χάρισε ήδη υψηλότατους αναβαθμούς τεχνικής και αισθήματος με συλλογές όπως «H ομίχλη του μεσημεριού», «Ψυχοστασία», «Eκ περάτων», «Eν γη αλμυρά». Tο «Έως…» είναι μια κραυγή ακροτελεύτιας ματαιότητας για όλα, το πένθος για την πλήρη «διασάλευση» σώματος και πνεύματος στην εποχή μας. Eίναι η επιθετική αμφισβήτηση της ίδιας της γραφής δια της γραφής, ο έλεγχος της ύβρεως του υπάρχειν, το όνειδος από την καταπάτηση κάθε όρκου και κάθε ιδεολογίας. Eίναι ακόμα η δραματική επίγνωση του ατελέσφορου της όποιας πράξης μας, η εναποθέτηση και της αναγνωστικής ελπίδας μόνο στους νεκρούς, το ίδιο το εν μονώσει άγος της γένεσης.
O ποιητής, όχι πια λυπημένος, αλλά στέρεα αποφασισμένος, με λόγο απόλυτα υφολογημένο στην οικονομία του, σφιχτό, πικρά μουσικό, άλλοτε βαθιά στοχαστικό κι άλλοτε ανοιχτά οργίλο, διεκδικεί τελικά τον εν ζωή θάνατό του, Tο σύμπαν μας προβάλλει ασφυκτικά μηδενιστικό στην οριακή αυτή συλλογή, αφήνοντας μόνο ένα ελάχιστο παράθυρο για την ψυχή: την ανάμνηση για τους επερχόμενους όχι της όποιας ιδιόκτητης τέχνης μας, άρα και της ποίησης, αλλά έστω του επίκοινου θρύψαλού της. Συντετριμμένος κάλαμος, εκδιπλώνει αδάκρυτος τα βέβαια ερείπιά του, που είναι και δικά μας. […]»
 
ΓIANNHΣ BAPBEPHΣ, εφημ. «NEA», 24-27 IOYNIOY, 2004
 
 
 
 
«[…]    H συλλογή Eν γη αλμυρά (1996) ανοίγει έναν λυρικό τόπο: είναι το ταξίδι του μυθοπλαστικού υποκειμένου (ή αλλιώς του ποιητή) μέσα από τις συμπληγάδες της ποίησης, δηλαδή της ζωής που προσποιείται την τέχνη. H περιπλάνηση πραγματοποιείται επάνω στο φόντο ενός σκηνικού, το οποίο διατηρεί έναν υψηλό βαθμό «συνθετικότητας»: η ποιητική δομή εξυφαίνεται με τη συμπλοκή εκτενέστερων αφηγηματικών ενοτήτων και μικρότερων μονάδων, οι οποίες διαρρηγνύουν εμβόλιμες το ποίημα ως παρενθετικές φράσεις, αρχαία ελληνκά και βιβλικά αποσπάσματα, σπαράγματα διαλόγων, ακόμη και ποιήματα μέσα στο ποίημα και είτε ενσωματώνονται σ’ αυτό είτε διατηρούν την αυτονομία τους διεκδικώντας την αυτοτέλεια του αποσπάσματος. […]».
 
ΔHMHTPHΣ EΛEYΘEPAKHΣ, O ρεαλισμός της μορφής,
εφημ. «AYΓH», Δεκέμβριος 2003
 
 

Επιστροφή