Ο Ηλίας Λάγιος γεννήθηκε στην Άρτα το 1958. Σπούδασε στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάσθηκε σε τυπογραφείο, στη γκαλερί «Νέες Μορφές», στο βιβλιοπωλείο «Παρουσία», στο περιοδικό «Αντί». Από το 1980 έως το 1983 εξέδωσε το περιοδικό «Ωλήν».
Έχει εκδώσει τις συλλογές: Πρόοδοι εν προόδω 1981, Ασκήσεις Ι-ΙΧ 1984 (ως Αλέξης Φωκάς) και Τα κατά Αλέξιον και Μαρίαν 1990, Τριώδιο (συλλογικό) 1991, Η ιστορία της λαίδης Οθέλλος 1992, Το βιβλίο της Μαριάννας 1993, Η έρημη γη 1996, Μουζικούλες 1997, Το εικοσιτετράωρο της Δηούς 1998, Θεατρολογία 1998, Της γυναικογυναίκας 1998, Πράξη υποταγής 2000, Φεβρουάριος 2001, Η αρπαγή της κούτας 2003, Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία 2004.
Έχει επιμεληθεί τις εκδόσεις: Κωστής Παλαμάς, Κ’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω 2001, Κωστής Παλαμάς, Η ασάλευτη ζωή 2004, Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Σκαραβαίοι και τερρακόττες 2002, Στέλιος Ανεμοδουράς, Ο μικρός ήρως 2001, Robert E. Howard, Κόναν ο βάρβαρος 2001, Johnston McCulley, Το σημάδι του Ζορρό 2003, Edgar Rice Burroughs, Ο Ταρζάν στο κέντρο της γης 2003. Έχει μεταφράσει (μαζί με τον Νάσο Βαγενά) το: Richard Burns, Μαύρο φως 2005.
« […] Γιατί δεν ήταν μόνο το φυσικό ποιητικό ταλέντο του εκείνο που διέκρινε τον Λάγιο αλλά και η ιδιάζουσα, θα έλεγα ιδιοφυής, διάνοιά του. Είναι δύσκολο να βρούμε, απ’ όσους γράφουν πραγματική ποίηση σήμερα, άνθρωπο που να συναιρεί τόσο καίρια όσο αυτός το αυθόρμητο με την οξύνοια, την πρωτογενή ένταση του συναισθήματος με την κοφτερή σκέψη. Αυτό είναι, πιστεύω, το ποιητικό στίγμα του Λάγιου, γιατί από αυτό απέρρευσαν τα καλύτερα ποιήματά του. Και αυτό το δραστικό κράμα της ευαισθησίας του είναι εκείνο που τον καθοδηγεί και στα δοκίμιά του, δοκίμια λεπτά και διεισδυτικά, που συνθέτουν την άλλη όψη του ποιητικού του προσώπου.»
Νάσος Βαγενάς, περ. «Αντί», 28.7.2006.
«Ο Λάγιος γνωρίζει ότι ο Θεός έχει δραπετεύσει από την τάξη των λέξεων, γι’ αυτό και επιχειρεί να αναπληρώσει το κενό των ονομάτων με τη ρητορική. […] Μετατρέποντας, όμως, ο ποιητής παραδειγματικά τη φωνή του σε θρήνο του σημερινού ανθρώπου που υποφέρει, μεταβάλλει τον θρήνο του σε προσευχή, χωρίς να λησμονεί ούτε στιγμή τη σιωπή του Θεού. Με αυτή την προϋπόθεση, ο ποιητής δεν επιχειρεί να δικαιολογήσει τη θεϊκή σκληρότητα, ούτε αποδέχεται μονομερώς ένα σχέδιο σωτηρίας που εμπεριέχει την αμαρτία, την τιμωρία και τη λύτρωση, αλλά εστιάζοντας στις πολλαπλές δυνατότητες ανάγνωσης του βιβλικού κειμένου, διερευνά τα όρια της σχέσης του Θεού με τον άνθρωπο ακόμη κι όταν ο Θεός έχει αποσυρθεί από την ιστορία.[…] »
Δημήτρης Ελευθεράκης, περ. «Poeticanet», τ. 4, Απρίλιος 2007.
«Η διαρκής ανανέωση από ποιητική συλλογή σε ποιητική συλλογή, φθάνει την γλώσσα του σε οριακές κατορθώσεις. Πρόκειται για μια ποικιλία εκφραστικών πραγματώσεων, αυτοανανεούμενη με μέθοδο πρωτεϊκή. Εννοούμε την καταπληκτική του ευχέρεια να συγκροτεί ποιητική γλώσσα μεταιχμιακού χαρακτήρα (δηλαδή στα όρια του ρητού και του αρρήτου), μέσω της προσκτήσεως παλαιότερων κατακτημένων μορφών, αναδιευθετώντας τις επιτεύξεις τους σε έναν τρόπο πρωτότυπο και σύγχρονο που ενσωματώνει υλικά δίχως να μιμείται ή να αναμηρυκάζει. Το «ήδη συντελεσμένο» από τη μία πλευρά και οι υπαρκτικές του εκτινάξεις από την άλλη παράγουν αποτελέσματα απροσδόκητης ποιητικής ευρωστίας. Έτσι κατέληγε «ανώνυμος και πλάνης στην δική του κληρονομική επικράτεια» […] »
Δ. Κοσμόπουλος, περ. «Αντί», 28.7.2006.