Γεννήθηκε το 1921 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, και εργάσθηκε ως τραπεζικός υπάλληλος. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Αναζήτηση, 1949, Σε Πρώτο Πρόσωπο, 1957, Κραυγές της Νύχτας, 1960, Κλειδάριθμοι, 1963, Απολογία, 1966, Απολογία (β΄ έκδοση συμπληρωμένη) 1976, Οι κατασκευές 1949-1974, 1980, κ.ά. Μετέφρασε: F. G. Lorca «Δύο Ωδές» (σε συνεργασία με τον Μ. Αναγνωστάκη), A. MacLeish «Πήλινη Υδρία», 1958, G. Appollinaire «Ζώνη» 1962, T.S. Eliot «Η Τετάρτη των Τεφρών», 1965, B. Cendrars «Η πρόζα του Υπερσιβηρικού και της Μικρής Ιωάννας της Γαλλίας», 1965, W.H. Auden «Ποιήματα», 1973, κ.ά.
Το 1997 εξεδόθη σε έναν τόμο όλη του η ποιητική εργασία, με τον γενικό τίτλο Εν Όλω, Συγκομιδή (1943-1997). Τον Δεκέμβριο του 2005, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Βραβείο «Ουράνη», για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Μεταφράσθηκε σε ευρωπαϊκές γλώσσες. Πέθανε τον Απρίλιο του 2006, και η τέφρα του σκορπίσθηκε, κατά την επιθυμία του, στον Όλυμπο.
«[…] Θαρρείς ο κόσμος ο πραγματικός το ποίημα· πέραν αυτού ουδέν ή σωστότερα η άπνοη μάζα ποικίλων στοιχείων που αναμένει τη νεκρανάστασή της. Αίφνης, η χάρη της κλήσεως (από τους ζωντανούς νεκρούς;), η κίνηση, ο ρυθμός, τα βήματά του, η φωνή του που ταξιδεύει συνήθως τη νύχτα, οι σχεδόν αμφίθυμες ελεγείες, τα ποιήματα της ποίησης του Κλείτου Κύρου· ανάμεσα στον Έρωτα και την Ιστορία, την επίμονη Μνήμη και τα “παράλογα” Όνειρα, το φαρμακωμένο μεσοδιάστημα, «μια γεύση πληγωμένου δοξαριού».
Είναι το δικό του μερίδιο (που λέγαμε), στην Εποχή του και στην ταπεινοφροσύνη του».
ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ, από την εισαγωγή στον τόμο,
«Κλείτος Κύρου, αλλά η αφή πες μου πώς γίνεται να διασωθεί», 2000
«[…] Δεν ήταν άνθρωπος που θα επιδίωκε τη δημοσιότητα ή την προβολή. Με σταθερή πορεία και χωρίς να είναι πολυγράφος, έχει μια παρουσία από το ’49 μέχρι τις μέρες της αρρώστιας και το τέλος της ζωής του –ο μεν Αναγνωστάκης σταμάτησε το 1970 και ο Πάνος Θασίτης με δείγματα πολύ πιο αραιά– παρουσιάζοντας ένα ποιητικό έργο πολύ σημαντικό όχι μόνο για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, αλλά για τη μεταπολεμική ελληνική ποίηση. Στο έργο του ξεχωρίζει μια προβληματική, το ατομικό υπαρξιακό στοιχείο, αλλά και ένα κοινωνικό στοιχείο. Γιατί ταυτόχρονα θα έλεγα ότι είναι ένας ποιητής του ατόμου και του συνόλου. […]»
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΟΥΛΛΑΣ, εφημερίδα Αγγελιοφόρος, 12 Απριλίου 2006
«[…] Για να είμαι πιο συγκεκριμένος: στα παλιότερα ποιήματά του ο Κύρου πάλευε με δύο διαφορετικές ποιότητες λόγου κι ο στίχος του δίσταζε ανάμεσα στην έκφραση, μιας βαθύτερης σχέσης καταστάσεων και πραγμάτων κι ανάμεσα στη λυρικοαισθηματική εικονοποιητική διάθεση. Συχνά μια σειρά στίχων, οργανωμένη βασικά με αφηρημένες έννοιες, εξατμιζόταν, πριν καλά-καλά ολοκληρωθεί σε ουσιαστική έκφραση, είτε από την παρεμβολή είτε από την αναγωγή σε εικόνες άσχετες, άλλης ποιότητας. […] Νομίζω πως τότε, στην έναρξη ας πούμε της ποιητικής του εμπειρίας, τυραννιόταν ο ποιητής από τις ποικίλες πνευματικές του αποσκευές κι από τις ποικίλες αναζητήσεις της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης που ακόμα δεν είχε κατασταλάξει, δεν είχε ξεκαθαρίσει τους δρόμους της. […]»
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Χρονικό αναγνώσεων.
Βιβλιοκρισίες για τη μεταπολεμική ποίηση», 1999