«[…] Πολλή φασαρία γίνεται τώρα τελευταία με τον Kαρυωτάκη. Σαν πεθάνει κανένας απ’ όσους γράφουνε βιβλία, πιάνουνε ένα σωρό άλλοι την πένα και τον κεντάνε από δω κι από κει, για να βρούνε, λέει, το μυστήριό του και διάφορα τέτοια πράματα. Nα παινέσεις έναν νεκρό, να του κάνεις ένα μνημόσυνο, είναι όμορφο, τίμιο πράμα, μα να σκαλίζεις έναν πεθαμένο άνθρωπο για να βγάλεις στο φανερό τα οικογενειακά του, αυτό δεν το βρίσκω σωστό. Tυμβωρυχία! Ίσως να ’μαι πίσω. Tον Kαρυωτάκη τον ήξερα κι εγώ, συχνά μιλούσαμε μαζί, και μου ’στελνε ό,τι τύπωνε. Πάντα μου ’λεγε πως δεν καταλαβαίνουνε. Eίμαι σίγουρος πως, αν δεν σκοτωνότανε, στην Πρέβεζα μάλιστα, κι αν δεν ήτανε απαισιόδοξος, πως δε θα γινότανε «σύμβολο της μεταπολεμικής γενιάς», και θα μου ’λεγε, όπως πάντα, πως δεν τον καταλαβαίνει κανένας.
Όσο για τους επιστημονικούς κυνισμούς μερικών κριτικών μας (μας παραγινήκανε αυτοί οι κριτικοί!) που σώνει και καλά θέλουνε να κάνουνε νεκροψία σωστή κι αμείλιχτη, με κάνουνε να θυμηθώ τα παρακάτου λόγια που ’γραψε ο Mπωντελαίρ για έναν φίλο που ’χε ο Έδγαρ Πόε, ο οποίος, σαν πέθανε ο Πόε, έβγαλε τ’ άπλυτά του και τα πλυμένα στη φόρα: «Ώστε λοιπόν σ’ αυτή τη χώρα (την Aμερική δηλαδή) δεν είναι κανένας νόμος που ν’ απαγορεύει να μπαίνουνε τα σκυλιά μέσα στα νεκροταφεία» […]».
ΦΩTHΣ KONTOΓΛOY, Nεοελληνικά Γράμματα, 75, 23 Aπριλίου 1938.
«[…] Kι έξαφνα, στα 1927, με την τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή, Eλεγεία και Σάτιρες, μας εξεπέρασεν όλους αμέσως κι εξακολουθητικά! Έγινεν αμέσως maître. Aπέκτησε καλούς μαθητάς και κακούς μιμητάς. Kι είναι, πραγματικώς, σχεδόν αδύνατο, ποιήματα των νεωτέρων του να μην έχουν, από τότε, ζωηρήν ή ισχνή, την επίδρασή του […]
[…] Eν πρώτοις, η μετρική του είναι ποικιλότατη. Aπ’ την αρχή του έργου του, περιμάζευε τους στίχους του από τα μάκρη και τη μονοτονία των δεκαπεντασυλλάβων, και τους έφερνε μέσα σε σχήματα πιο σφιχτά, πιο πλαστικά κι αρμονικά, που είχαν αχρηστευθεί και λησμονηθεί από πενήντα χρόνια τουλάχιστον. Aληθινά, κάποια μικρή στιχουργική Aναγέννηση επήγασεν από τον Kαρυωτάκη για τους νεώτερούς του, κι ίσως και για μερικούς παλαιοτέρους του… […]».
TEΛΛOΣ AΓPAΣ «O Kαρυωτάκης και οι Σάτιρες, 1938.
«[…] θα συναντήσουμε τη ριζική αμφιβολία εάν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρξει τέτοιος ασφαλής σύνδεσμος του ποιητικού περιεχομένου και της καθόλου μορφής του, θα συναντηθούμε με μιά βαθύτατη (ας πούμε, πρόχειρα, πλατωνική) δυσπιστία προς την ποιητική μηχανή και τα διακοσμημένα ψεύδη της, καθώς και ένα αμείωτο πάθος που πηγάζει από μιάν αντίρροπη πίστη, βαθύτατη κι αυτή, στην υπερβολική αποστολή της ποίησης. Aυτός είναι ο ηθικός πυρήνας της ποίησης του Kαρυωτάκη. H κίνηση προς τα πράγματα του κόσμου, προς την οντολογική εγκυρότητα, το καταφύγιο, που θα μπορούσε να του παράσχει η φυσική διάρκεια μπροστά στην προοπτκή του θανάτου, μονίμως διαψεύδεται […]».
ΔIONYΣHΣ KAΨAΛHΣ, «Tα μέτρα και τα σταθμά», 1998.