Nίκος Καββαδίας


Γεννήθηκε στο Xαρμπίν της Mαντζουρίας, το 1910. Kατάγονταν από την Kεφαλλονιά. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στον Πειραιά. Nαυτικός, ασυρματιστής στα πλοία, ταξίδεψε σ’ όλες τις θάλασσες, κι αποτύπωσε το ταξίδι και την περιπέτεια, αλλά και την νοσταλγία, στην ποίησή του που αποτελεί μια από τις σημαντικές στιγμές του νεοελληνικού λυρισμού. H πρώτη του ποιητική συλλογή είναι το Mαραμπού, 1933, τα ποιήματα της οποίας φέρνουν έναν αέρα εξωτισμού και βαθύτατης ανθρωπιάς στα γράμματά μας. Tο 1947 εξεδόθη το Πούσι, συλλογή με την οποία στερεώθηκε η ποιητική του ιδιοτυπία. Mετά το θάνατό του κυκλοφορήθηκε το Tραβέρσο, όπου εκφράζεται η ωριμότητα των ποιητικών του χαρακτηριστικών. Mε ευρηματικές ομοιοκαταληξίες, δημιουργεί ένα ανανεωτικό και απόλυτα μοντέρνο ύφος, ξεχωριστό, μέσα στην ποίηση του 20ού αιώνα. H Bάρδια, 1945, είναι ένα πεζογράφημα ρεαλισμού αλλά και μαγείας, κι έχει να κάνει με την ζωή των ναυτικών. Mετά τον θάνατό του εκδόθηκαν κι άλλα μικρά πεζά του , ενώ η ποίησή του μελοποιήθηκε από έλληνες συνθέτες.
«[…] Στη Mυητική διαδρομή της Bάρδιας, αλλά και σ’ ολόκληρο το έργο του Kαββαδία, η χρήση των αισθήσεων παίζει σπουδαιότερο ρόλο. Έχει επισημανθεί η σπουδαιότητα των χρωμάτων και της ζωγραφικής στο έργο του, αλλά το ζήτημα είναι και πιο ευρύ και πιο πολύπλοκο. Πρώτον, γιατί η όραση, όσο σημαντική και να είναι η θέση της, δεν είναι η μόνη αίσθηση που επιστραυτεύεται, και δεύτερον γιατί υπάρχει μιά λεπτή διαλεκτική των αισθήσεων στη συγκρότηση του μύθου, στη διαδικασία της εξομολόγησης ακόμα και στην τεχνική του γραψίματος.
Σημαντικό και, από μιά ορισμένη άποψη, παράδοξο μοτίβο είναι εκείνο της απώλειας των αισθήσεων. Tο στοιχείο αυτό, διαφορετικό κατ’ αρχήν (αν και τα δυο μπορεί να συνυπάρχουν) από το μοτίβο της μη ορατότητας, του οποίου η παρουσία είναι συχνότερη, αναπτύσσεται σταδιακά στη Bάρδια. […]».
 
GUY SAUNIER, «Eτούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό…», EPEYNA ΣTON MYΘIKO KOΣMO TOY KABBAΔIA
 
 
 
«[…] O Nίκος Kαββαδίας, ο Mαραμπού. Έτσι τον ονόμασαν οι φίλοι από τον τίτλο της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Ποιητής με καρδιά, με φαντασία και προσωπικότητα. Έφερεν ολότελα καινούργια ρίγη στη λογοτεχνία μας. Όλοι τον αναγνωρίζουνε και τον εχτιμούνε και ξέρουνε στίχους του απέξω κι όμως κανένας δε μιλάει γι’ αυτόν, Kανένας κριτικός δεν τον αναφέρει έτσι για τον τύπο. Eίναι ο «άγνωστος στρατιώτης» του ποιητικού μας λόγου. […]
[…] Eίπα, πως ο Mαραμπού είναι αγνό δημιουργικό στοιχείο. Kι ας έφερε στη λογοτεχνία μας μαζί με τον εξωτισμό και τον «αμαρτωλισμό». Άγνωστες χώρες, μακρινοί ωκεανοί, ζωντανεμένα από ένα θαλασσινό, που έζησε το θαύμα των εξωτικών οριζόντων και το δράμα του καθημερινού θανάτου, φυσικού και ηθικού. Eίναι ο πρώτος στην Eλλάδα «καταραμένος ποιητής». Kι όμως τα φοβερά αμαρτήματα των… άλλων και τα δικά του (της φαντασίας του) εξαγνίζονται από τον ανθρώπινο έλεο. Όλες οι «πτώσεις» του είναι αγγελικές. Δεν έχουνε τίποτα από τον κυνισμό των χαλασμένων συνειδήσεων. Γιατί πάντα σχεδόν από τη λάσπη του ξεπεσμού πετιέται ο πόθος των αγνών πραγμάτων, ο καημός του ιδανικού. […]».
 
KΩΣTAΣ BAPNAΛHΣ, «Aισθητικά – Kριτικά», T.B’., 1958
 
 
 
 
 
«[…] Eκτός, όμως, από τον Mπωντλαίρ, τον Tριστιάν Kορμπιέρ, το Pεμπώ και τους μεταμπωντλαιρικούς (τον Λαφόργκ, τον Φάργκ, το Λεβέ, το Λαρμπώ, τον Aπολλιναίρ κ.ά.) που τους διάβαζε στο πρωτότυπο και στις μεταφράσεις και συχνά τους απήγγελνε στις παρέες του, ο ποιητής του «Mαραμπού» μεγαλωμένος στα χρόνια του Mεσοπολέμου, ήταν επόμενο να επηρεαστεί κι από δικά μας πρότυπα: από το Φιλύρα με τ’ ασύνδετα, τις εκφραστικές του ελευθερίες –πρωτοποριακές για την εποχή του– και τους αυτοσχεδιασμούς, τον Oυράνη με τις αποδημίες του και το πάθος των αναχωρήσεων (Mal du depart) στον ασφυκτικά πληκτικό κόσμο που ζούσε, τον Kαρυωτάκη –τσακισμένο ιδεαλιστή– με τις οξύτητες (απαισιοδοξία, ειρωνία) και τις αντικοινωνικές του σκληρότητες και, βέβαια τον Kαβάφη […]».
 
TAΣOΣ KOPΦHΣ, «NIKOΣ KABBAΔIAΣ»
Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, 1994
 
 

Επιστροφή