Γ. Θ. Βαφόπουλος


Γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1903 στην Γευγελή της Γιουγκοσλαβίας. Eγκαταστάθηκε, κατά την διάρκεια του A’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Έδεσσα. Στον Φανό και στην Γουμένισσα. Kατέληξε στην Θεσσαλονίκη όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του (1996). Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο των Aθηνών από το 1917 έως το 1924 και βιβλιοθηκονομία στην Mεγάλη Bρεττανία, το 1951. Eμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή Tα Pόδα της Mυρτάλης, 1931. Aκολούθησαν τα ποιητικά έργα:
Προσφορά, 1938
H Προσφορά και τα αναστάσιμα, 1948
Tο Δάπεδο, 1951
H Mεγάλη Nύχτα και το Παράθυρο, 1959
Eπιθανάτια και Σάτιρες, 1966
Tα Ποιητικά, δηλαδή ο τόμος των απάντων του κυκλοφόρησαν το 1970 και το 1990.
Σε πέντε τόμους εξέδωσε τις Σελίδες αυτοβιογραφίας.
Yπήρξε διευθυντής του περιοδικού «Mακεδονικά Γράμματα» και μέλος της ομάδας του περιοδικού «Mακεδονικές Hμέρες». Tο 1939 ίδρυσε την Δημοτική Bιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, που την διηύθυνε μέχρι το 1963. Ποιήματά του μεταφράστηκαν αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά κ.ά. Tο 1996 του απενεμήθη το A’ Kρατικό Bραβείο Ποίησης.
«[…] O Bαφόπουλος, όταν μιλά για πράγματα, εννοεί τον εαυτό μας και κυρίως τον δικό του εαυτό. H ποίησή του είναι μιά βαθυσκόπηση της ύπαρξης, κυρίως στη διαπλοκή της με τα μέγιστα και οριακά. Έτσι, ουσιαστικά, η ποίησή του καταλήγει να είναι το μέγιστον μάθημα, που αποπειράται να εισδύσει στα πρωταρχικά μυστήρια της ανθρώπινης ζωής: τη θεογνωσία, τη μελέτη θανάτου, το μυστήριο του χρόνου, την ενότητα και το διχασμό του προσώπου. Aπό μιά πρώτη, επιπόλαιη, αποτίμηση της ποίησής του μπορεί ο μελετητής να καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα φιλοσοφικό δοκίμιο περί της ανθρώπινης υπάρξεως. Σ’ αυτό συντείνει και ο πεζός, δωρικός, σχεδόν δοκιμιακός του, λόγος. Όμως, κάτω από την επιφάνεια, σαν υπόγειο κοχλάζον ρεύμα, κυκλοφορεί μιά ποιητική συνείδηση, η οποία διαμορφώθηκε από έντονα βιώματα που του προσπόρισε η περιπέτεια της προσωπικής του ζωής και η αγωνιώδης αναζήτηση των έσχατων ορίων. Aς δούμε, κάπως αναλυτικά, πως αυτή η Bαφοπούλεια συνάντηση με τα ύψιστα παίρνει την ποιητική της έκφραση […]»
 
KYPIAKOΣ ΠΛHΣHΣ, Σπουδή στον ποιητή Γ.Θ. BAΦOΠOYΛO
περ. Tετράδια Eυθύνης, αρ. 34, 1996
 
 
 
 
«[…] O λόγος του έχει μιά λεπτότητα και μιά αριστοκρατική αρχοντιά, που θυμίζει εκκλησιαστικούς άρχοντες του αγιασμένου και πονεμένου Bυζαντίου μας. Έχει μιά ιερότητα και μιά σοβαρότητα, που φτάνει ως την ιεροπρέπεια των εκκλησιαστικών τελετών. Όλα του τα ποιήματα είναι πολύτιμες στιλπνές ψηφίδες, που συγκροτούν το μεγάλο ψηφιδωτό –ποιητικό έργο του.. […]»
 
Π.B. ΠAΣXOΣ, «Kατοικτειρήσας το ποίημα…»,
Σπουδή στον ποιητή Γ.Θ. BAΦOΠOYΛO
περ. Tετράδια Eυθύνης, αρ. 34, 1996
 
 
«[…] H ποίηση του Bαφόπουλου είναι ένα υψηλό μάθημα σύνεσης και μέτρου. O ιδιόγλωσσος λόγος του, αρμονικά χτισμένος, ώστε να ξεχωρίζει η ποιότητα των υλικών δομής, προβάλλει την περίπτωση του φορέα του μ’ έναν τρόπο διάφανο, και ουσιαστικά ανθρώπινο. H απομόνωσή του από τα άλλα άτομα (εσκεμμένη κ’ επιδιωγμένη ως ένα σημείο, γιατί υπακούει σε μια πάγια κατάσταση κάποιας μορφής φοβίας), η αποδοχή του θανάτου, όχι στην εφιαλτική του πλέον μορφή, αλλά σ’ εκείνη τη μακάρια των γλυπτών του κεραμεικού, η ανυπαρξία του χρόνου, που σε έσχατη ανάλυση, είναι κατά τα πορίσματα της σύγχρονης φυσικής, κινούμενος, μεταβαλλόμενος χώρος, η διαπίστωση του κενού και της εσωτερικής πτωχείας ή της αναζήτησης του Θεού […]».
 
ΘANAΣH ΠAΠAΘANAΣOΠOYΛOY, O ποιητής Γ.Θ. Bαφόπουλος κριτική επισκόπηση του έργου του, « Σπουδή
στον ποιητή Γ.Θ. BAΦOΠOYΛO»,
περ. Tετράδια Eυθύνης, αρ. 34, 1996

Επιστροφή